- σταθεύω
- Α1. θερμαίνω, ψήνω, τηγανίζω, καψαλίζω (α. «τὰς σηπίας στάθευε», Αριστοφ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «σταθεύεινπυροῡσθαικαι τὸ ὀπτῆσαι».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Προβληματική είναι η σύνδεση τού ρ. με το συνώνυμο εὔω «φλογίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.